Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Γύρω απ’ την Ακρόπολη: Περίπατοι στην Ελληνική Κοσμολογία και Δυτική Εσχατολογία. [Μέρος Πρώτο]

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό ypoψin.gr

Και τότε ίσως θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα μήπως αυτή η επιτακτική ανάγκη που νοιώθουμε να μακρύνουμε στο άπειρο την ιστορική μας μνήμη, να ανασταίνουμε προγόνους για να εξιχνιάσουμε το ίδιο μας το μέλλον – ανάγκη που η ιστορία της ταυτίζεται με τις διαρκείς «αναγεννήσεις» και «αντιγεννήσεις» που αποτελούν αυτή την ίδια την εσωτερική λογική της ιστορίας της Δύσης – δεν είναι παρά ο ιδιαίτερος μας τρόπος να είμαστε απόντες από το παρόν, «να μην είμαστε στον κόσμο...»
Κόσμος και Ιστορία, Κ. Παπαϊωάννου


Τα λιθόστρωτα του Δ. Πικιώνη και το νέο Μουσείο της Ακρόπολης

Δ. Πικιώνης – Λεπτομέρεια λιθόστρωσης.

Η Ακρόπολη είναι ένα μνημείο που ακόμη και σήμερα στοιχειώνει αρχιτέκτονες και ποιητές και δίχως αμφιβολία αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως σύμβολο του ευρωπαϊκού και δυτικού πολιτισμού. Παρόλα αυτά φαίνεται να μένει πολλές φορές ανεξιχνίαστη. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο προβληματισμός για τα νοήματα, τις ιδέες που ενσάρκωνε ή για τη σχέση της με την σύγχρονη πόλη και βίο πολλές φορές απουσιάζει και έτσι η Ακρόπολη στέκεται περισσότερο ως ένα ενθύμιο της «παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας», μια μονάχα αφορμή για κατάφαση στην ιστορική ύπαρξη του νεότερου ανθρώπου. Λειτουργεί, δηλαδή, περισσότερο ως ένας άλλος καθρέφτης μέσα απ’ τον οποίον ο άνθρωπος της νεωτερικότητας βλέπει τον εαυτό του στον ορίζοντα της Ιστορίας ως έναν ελεύθερο δημιουργό του εαυτού του και φορέα της προόδου.
Παρόλα αυτά, η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη τα τελευταία 60 χρόνια με τα λιθόστρωτα του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, την πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και  το νέο Μουσείο της Ακρόπολης των Tschumi – Φωτιάδη αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές επεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, ο οποίος, όπως έχει χαρακτηριστικά σημειωθεί, «υπήρξε πάντα το κενό υπόλοιπο της άναρχης δόμησης».[1] Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Π. Δραγώνα τα τρία αυτά έργα συνθέτουν ένα ετερόκλητο δίκτυο περιπάτων με θέα την Ακρόπολη και κάθε ένα εκπροσωπεί μια διαφορετική αντιμετώπιση του αθηναϊκού δημόσιου χώρου.[2] Βέβαια αυτό που παρουσιάζει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον, είναι ο τρόπος που προσλαμβάνουν το μνημείο της Ακρόπολης, αλλά και ο διαφορετικός τρόπος που σηματοδοτούν την σχέση μας με την Ιστορία.


Τα λιθόστρωτα των λόφων Ακρόπολης Φιλοπάππου

Από τον Μάιο του 1954 έως τον Φλεβάρη του 1958, ο Δημήτρης Πικιώνης - κορυφαίος αρχιτέκτονας παγκοσμίου φήμης, όχι τυχαία αντιπρόσωπος και αυτός της γενιάς του ’30 - έρχεται αντιμέτωπος με ένα από τα πιο δύσκολα έργα για έναν αρχιτέκτονα, την διαμόρφωση των λόφων της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου.  Η δυσκολία βέβαια του έργου δεν έγκειται τόσο στον άθλο της διαμόρφωσης ενός χώρου 85 στρεμμάτων, με λιθόστρωτα μονοπάτια, φυτεύσεις και χώρους στάσης και θέασης εξαιρετικής αισθητικής, όσο στον πραγματικό κίνδυνο μιας εκούσιας ή ακούσιας αντιπαράθεσης με το ίδιο το ιερό μνημείο και χώρο που είναι ορισμένη να αναδείξει, μια αντιπαράθεση που δεν θα ήταν παράτολμο να θεωρήσει κανείς νομοτελειακά καταδικασμένη.
Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, το έργο του Δ. Πικιώνη αποτελεί ένα έργο πολυσήμαντο όχι τόσο επειδή ανακηρύχθηκε παγκόσμιο μνημείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής από την UNESCO αλλά κυρίως διότι μας δίνει αφορμές ακόμη και σήμερα για πολύ επίκαιρους προβληματισμούς, προβληματισμούς που αφορούν τόσο την διαμόρφωση του δημόσιου χώρου και την ιστορική λειτουργία του περιβάλλοντος όσο και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία.


Η προσέγγιση του έργου

Ο Πικιώνης θαύμαζε τον τρόπο που ο αγράμματος χωρικός πραγμάτωνε ασυνείδητα τους ρυθμούς και την αισθητική μονάχα με το να ακολουθεί την φύση και έτσι υποστήριζε πως για να οδηγηθεί κανείς στην Τέχνη, πρέπει πρώτα να εντρυφήσει στην λαϊκή-αυθόρμητη τέχνη: «Πρέπει να 'μαστε ικανοί να ξεχωρίζουμε την Τέχνη σε καθετί, είτε παλιό 'ναι αυτό, είτε και προσπάθεια γι' αυτήν ακόμα, για να μπορέσουμε να τη νιώσουμε βαθιά». Αλλού έγραφε πάλι: «Αληθινή θα βρεις την τέχνη του λαού πάντοτε, ικανή να γίνει θεμέλιο για το παραπέρα, για το ανώτερο. Αλάνθαστη σαν το ένστικτο, χρήσιμη. Κι αντανακλά, χωρίς η ίδια να το ξέρει, χωρίς να το ζητήσει, μια λάμψη από τα υψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου.»[3] Έτσι όπως αναφέρει και ο ίδιος, πολύ γρήγορα οδηγήθηκε στο να παρατήσει «την συμβατική μάθηση» και να μπει στον «αυτόνομο δρόμο που [τον] οδηγεί η φύση».
Συνεπώς, η χάραξη και ο σχεδιασμός των λιθόστρωτων σε ένα σχεδιαστήριο ήταν απλά κάτι το αδιανόητο για τον Πικιώνη και ο τελικός σχεδιασμός των διαδρομών ήταν αποτέλεσμα «της βιωματικής εμπειρίας που είχε ο αρχιτέκτονας με τον χώρο» μετά από πολλούς περιπάτους και επισκέψεις. Όπως αναφέρει ο αρχιτέκτονας Μ. Ηλιάκης, «η τελική χάραξη έγινε πάνω σε ίχνη αρχαίων μονοπατιών και διαμορφώσεων – λαξεύσεων βράχων που υπήρχαν στο χώρο και η λογική αυτή έλκει την καταγωγή της από τον σχεδιασμό της οδού των Παναθηναίων, η οποία δεν ήταν εκ των προτέρων σχεδιασμένη αλλά διαμορφώθηκε βαθμιαία λόγω της χρήσης πάνω στο τοπίο στο πέρασμα των αιώνων [...]. Αυτή η αντίληψη του βαθμιαίου σχεδιασμού και επανασχεδιασμού λεπτομερειών [μέσα από την παρατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου] χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Πικιώνη.» [4]
Ο Πικιώνης δεν ανταγωνίζεται τον ιερό βράχο της Ακρόπολης αλλά αγκαλιάζει την παράδοση της Ελλάδας, μια παράδοση που χαρακτηρίζεται από την λιτότητα, την αποφυγή του εντυπωσιασμού και της σπατάλης, την ανακύκλωση των υλικών που υπάρχουν στον χώρο. Έτσι για τον Πικιώνη ο Ιερός Βράχος παραμένει «ως το απόμακρο, ασφαλές σκηνικό βάθους». [5] Δεν θα μπορούσε να χτίσει έναν νέο ναό απέναντι από τον Παρθενώνα και έτσι στους αμέτρητους περιπάτους του και διερευνητικά σχέδια πάσχισε να εντοπίσει τα σημεία και τις προοπτικές φυγές που θα αναδείξουν την Ακρόπολη μέσα από «παιχνίδια απόκρυψης και αποκάλυψης».[2]
Την ίδια στιγμή όμως που συνδιαλέγεται με τον βράχο της Ακρόπολης, προσλαμβάνει με έναν ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο το ιστορικό αττικό περιβάλλον  το οποίο δεν επιδιώκει να το εκθέσει ως μουσειακό αντικείμενο αλλά το «εντάσσει ως μνήμη σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα που υποβάλλεται στον θεατή».[1] Αυτή την αίσθηση διαχρονικότητας βέβαια την επιτυγχάνει από την στιγμή που αφήνει την έννοια της χρησιμότητας και μπαίνει στον χώρο της τέχνης συνθέτοντας ασήμαντα σπαράγματα αρχαίων οικοδομημάτων, μαρμάρινων, πέτρινων ή πήλινων ευρημάτων διαφορετικών εποχών ή δομικών υλικών από τα μαζικά κατεδαφισμένα νεοκλασικά ή λαϊκά κτήρια της Αθήνας  σε ένα οργανικό και συγχρόνως εικαστικό έργο που απορρίπτει την γραμμικότητα του ιστορικού χρόνου και που τον ενοποιεί.

Δ. Πικιώνης - λεπτομέρεια Λιθόστρωτου, κάτω από την Ακρόπολη


H προσέγγιση της φύσης και της ιστορίας

Ο Πικιώνης με αφορμή το έργο της διαμόρφωσης των λόφων Ακρόπολης-Φιλοπάππου  δίδασκε πως
«η ευαισθησία, η φαντασία της φύσης, οπού ο άνθρωπος, όταν δουλεύει ωσάν ένα υπάκουο και παθητικό όργανό της, τιςπραγματώνει ωσάν να έβγαιναν απ’ αυτόν τον ίδιο, τούτα λοιπόν τα δώρα της φύσης πρέπει τώρα να γείνουν αρετές ανθρώπινες. Η φύση πρέπει να γείνη τέχνη. Το πώς γίνεται τούτο το βλέπουμε εξαίρετα στην τέχνη του λαού. Οι αρχαίοι στάθηκαν μεγάλοι δάσκαλοι και σε τούτο. Επάνω στην Ακρόπολη δε διανοήθηκαν ποτές να εξαφανίσουν το πλούσια σε αισθητικά συναισθήματα έδαφος.Ο Παρθενώνας εγείρεται απάνω στο βράχο, απάνω του είναι σκαλισμένη η πρώτη βαθμίδα του στυλοβάτη του. Έτσι γίνεται η μετάβαση από τη Φύση στην Τέχνη. Τούτη τώρα εισάγοντας μέσα ’ς τη νεκρή ευθεία την σοφά κι’ ευαίσθητα υπολογισμένη ένταση της ζωντανής καμπύλης, συνεχίζει απάνω ’ς το δικό της το έργο την πλαστικότητα της φύσης». [3]

Για τον Πικιώνη η φύση και τέχνη είναι ένα: «δεν μπορείς ν’ αφαιρέσεις τίποτα χωρίς να καταστρέψεις την Αρμονία των ισσοροπημάτων που συνέχει το όλον» και έτσι η καταστροφή του αττικού τοπίου και η ασυστηματοποίητη λατομία της Πεντέλης που «κολόβωσε τα σχήματα και διέστρεψε τον χαρακτήρα των περιγραμμάτων», κολόβωσαν και την μορφή της ίδιας της Ακρόπολης.[6] Συνεπώς κατανοεί πολύ καλά πως και η παρέμβασή του δεν είναι καθόλου ουδέτερη και με πολύ επιμέλεια φέρνει την φύση ως συστατικό υλικό της σύνθεσης του: οι φυτεύσεις αποκτούν την σημαντική του οικοδομικού υλικού.[7] Η οργανική πρόσληψη του περιβάλλοντος έχει πρωταρχική σημασία.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Πικιώνης την Ιστορία δεν είναι λιγότερο βιωματικός και έτσι πολλές φορές λειτουργεί ως ποιητής. Μάλιστα, δεν θα ήταν παράτολμο αν ισχυριστεί κανείς ότι ο σχεδιασμός των λιθόστρωτων όπου το αρχαίο και το νέο συμπλέκονται με αναπάντεχους αναχρονισμούς έρχεται πολύ κοντά στην μυθική και συνειρμική μέθοδο του Σεφέρη,[8] ο οποίος στην ποίησή του δεν αναβιώνει ούτε αναπαράγει το παρελθόν, αλλά το επανενεργοποιεί.  Όπως σημειώνει ο Σεφέρης, «κρατάμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μας παρέδωσε ο μύθος φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαρακτήρες έχουν μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα του χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες του κόσμου μας».[9] Έτσι και για τον Πικιώνη, ο χώρος και η Ιστορία  του είναι συνυφασμένα και το παρελθόν φαίνεται να ενυπάρχει στο παρόν δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο δίχως την παραμικρή επιτήδευση.
Επιπροσθέτως, αυτή η υπέρβαση της γραμμικότητας του χρόνου γίνεται γόνιμο έδαφος για διάλογο μεταξύ του αρχαίου, της παράδοσης και του νέου. Εξαιρετικό παράδειγμα το μικρό εκκλησάκι – αναπαυτήριο του Λουμπαρδιάρη το οποίο όντας μετωπικά απέναντι από τον βράχο της ακρόπολης, φαίνεται να συνδιαλέγεται μαζί του. Παράλληλα, η εξωτερική του επιφάνεια  με το γυμνό μπετόν είναι ένα κολάζ σπαραγμάτων από κάθε εποχή τα οποία ενώ δημιουργούν έναν πίνακα εξαιρετικής καλλιτεχνικής αρτιότητας αρνούνται  και απορρίπτουν ακόμη μια φορά την γραμμικότητα της Ιστορίας.


Η σχέση του έργου με τον άνθρωπο

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του επισκέπτη και των λιθόστρωτων περιπάτων δεν είναι λιγότερο σημαντική για την αισθητική, ιστορική ή βιωματική λειτουργία τους. Η επιβολή του έργου σε έναν επισκέπτη που στέκεται ως παθητικός δέκτης φαίνεται κάτι το ασυμβίβαστο με την προτεραιότητα στην κοινωνική λειτουργία της τέχνης που φαίνεται να απασχολούσε ιδιαίτερα και τον ίδιο τον Πικιώνη:
«βλέποντας ένα έργο της αρχαίας τέχνης, αισθάνεσαι πως η μορφή του βγήκε από μια πραγματική ιδανική σχέση του καλλιτέχνη με τους διπλανούς του. Πως δεν είναι έργο ενός μα πολλών. Πως έχει μέσα του κάτι τόσο θεμελιακό, ώστε γίνεται κοινό απόκτημα όλων. Έχει δηλαδή, μ’ άλλους λόγους αυτό που ο Σολωμός το λέει κοινό και κύριο». [10]
Ο Πικιώνης φαίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα να παραπέμπει στην πρόταση των «Βυζαντινών» ότι «οὐ ζωγράφων [μόνον] ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας»,[11] δηλαδή ένα έργο τέχνης δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση και ούτε προκύπτει μόνο από το χέρι του καλλιτέχνη, αλλά εκφράζει εκούσια ή ακούσια και την ίδια την κοινωνία (ἐκκλησία) και την σχέση του καλλιτέχνη με αυτήν (αλλά δίχως βέβαια να υπονομεύεται και ο ίδιος ο καλλιτέχνης). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν πως και το κάλλος για τους «Βυζαντινούς» δεν είναι παρά αυτό που καλεί σε σχέση: «ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται»[12] και αυτή ακριβώς η έννοια της σχέσης φαίνεται να είναι το ίδιο σημαντική και για τον Πικιώνη.
Έτσι επιστρέφοντας στα λιθόστρωτα, βλέπουμε πως ο περιπατητής καλείται να ανακαλύψει μόνος του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις μυθικές αναφορές του τόπου. «Ο περιπατητής αντιλαμβάνεται, τόσο με το σώμα όσο και το βλέμμα του, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εδάφους, τη γεωμετρία του ανάγλυφου, την ιδιαίτερη βλάστηση και, βέβαια, τα παιγνίδια των αποκαλύψεων και αποκρύψεων της θέας προς την Ακρόπολη που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Πικιώνης. Στην διαδρομή αυτή, ο επισκέπτης μπορεί, ακόμη και σήμερα, να αντιληφθεί τη δύναμη της γης, τα χθόνια χαρακτηριστικά και τη μυθολογική διάσταση του τόπου».[13] Μόνο η κίνηση του περιπατητή στον χώρο και η σχέση που αναπτύσσει μαζί του καθιστούν εφικτή την αντίληψη αυτή και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι όσο πιο μεγάλη η κλήση του εδάφους τόσο πιο πολύμορφη είναι και η λιθόστρωση των μονοπατιών. Φαίνεται πως ο Πικιώνης ήξερε καλά πως όσο πιο δύσκολη γίνεται η ανάβαση τόσο πιο πολύ ο επισκέπτης τείνει να κοιτά προς το έδαφος. [7]

Δ. Πικιώνης – Λεπτομέρεια λιθόστρωσης, λόφος Φιλοπάππου

Η βιωματική σχέση που αναπτύσσει ο επισκέπτης με τον χώρο ήταν τόσο σημαντική για τον Πικιώνη που όταν σημειώθηκαν κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την πεζοδρόμηση και συγκεκριμένα για την μειωμένη προσβασιμότητα στον χώρο, απαντούσε χαριτολογώντας: «Εάν οι σύγχρονοι επισκέπτες είναι τόσο νωθροί ώστε να διστάζουν να διανύσουν τα τελευταία τριακόσια ανηφορικά μέτρα πεζοί, ας τους ανεβάζουν επί φορείων, όπως στην εποχή των μαλθακών Ρωμαίων περιηγητών...».[14] Δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιληφθεί τον χώρο της Ακρόπολης ως αξιοθέατο προς μαζική τουριστική κατανάλωση.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ




ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, η φιλοσοφία της αποδόμησης και ο ντεκονστρουκτιβισμός. Κόσμος και Ιστορία. Οι αρχιτεκτονικοί περίπατοι του Δημήτρη Πικιώνη και των Tschumi-Φωτιάδη ως περίπατοι στην Ελληνική Κοσμολογία και Δυτική Εσχατολογία. Τελικά γιατί θεωρείται σήμερα σημαντικό το μνημείο της Ακρόπολης;




Παραπομπές

[1] Η προσέγγιση του ιστορικού τόπου στην ελληνική αρχιτεκτονική.
[2] Π. Δραγώνας, Κάτω από την Ακρόπολη.
[3] Αποσπάσματα από τα κείμενα της έκδοσης «Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968»
[4] Μ. Ηλιάκης,Τα συνθετικά εργαλεία του Δ. Πικιώνη στο λόφο του Φιλοπάππου 
[5] Lifo.gr, Σχόλιαμε τα spolia. 
[6] Δ. Πικιώνης, Γαίας Ατίμωσις, 1954
[7] Ν. Κehagias, Paving a Greek Path to a Western Monument
[8] Δ. Τζιόβας, Ο Υπαρξιακός Ιστορισμός του ποιητή [Σεφέρη],Το Βήμα, Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2000.
[9] E. Κήλυ, Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος, Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα,1987
[10] Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Πικιώνης Δημήτρης (10 Παραθέματα)
[11] Πρακτικά Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13,252 B-C
[12] Αεροπαγιτικές Συγγραφές, Περί θείων ονομάτων, 9, Migne, P.G. 3,825A.
[13] Π. Δραγώνας, Μετά (την) Ακρόπολη. 
[14] Α. Παπαγεωργίου Βενετάς, Η Ακρόπολη της Αθήνας, Αρχαιολογία και Τέχνες 70 (Μάρτιος 1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!